- υφαντικώς
- Αεπίρρ. βλ. υφαντικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφαντικῶς — ὑφαντικός skilled in weaving adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφαντικός — ή, ό / ὑφαντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» ο αργαλειός θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek